Άψινθος:
Γενιές που μέτρησαν την ασημένια σφαίρα
του ’80 τα γεννήματα με μίλια στο πιστόλι κάθε σφαίρα
πέρα απ’ τους καπνούς της μη ελεγχόμενη
στους πνεύμονες που σκίζονται φαντάζουνε ξέρα
κέρνα ακόμα ένα ποτήρι εφήμερο παράδεισο τα παιδιά σου μητέρα
ε φτάνει
απόψε που στην απαγορευμένη ζώνη
η πόλη θυμίζει στραμμένη κάνη στον αέρα να πιάνει
πίσω απ’ τις κόκκινες ταινίες που απλώνουν πολιτσμάνοι
μην περνάς ούτε στιγμή, διαταγή ανωτέρα
τώρα σκεπάζουν το κουφάρι με κουβέρτα
σπιθαμή προς σπιθαμή
σε κάποιον χάρισαν κατάλυμα στης γης το δέρμα
εκεί στην παγίδα του μέσα που είχε βαθιά ως το τέρμα μπει
κάποιοι θα πουνε πως είχε επιλογή
μα είναι εύκολο να αραδιάζεις λόγια στέρφα
όταν δεν σε καίει η κρυστάλλινη βροχή
οι γόνοι σου παρηκμασμένοι αόρατοι
για την συνηθισμένη λογική που λανσάρουν όλοι αυτοί
εν κινήσει φιλήσυχοι αστοί, πως ξημερώνει άλλη μια μέρα
σε φάση που σβήνονται οι εαυτοί
κινούνται πίσω απ’ τις στοές, χωμένα κάγκελα στα χέρια
καρφί μυρίσαν θειάφι απ’ τον θάνατο
χωμένοι έμμονα μέσα στον πόλεμο του αιθέρα κατοικούν
οι ελάχιστοι που επέλεξαν στην κόλαση να ζουν εν σώματι άσημοι
καταδικασμένοι να σιωπούν αργά
γενιά του δράκου απ’ τα χρόνια του εννιά τα πρόσωπα κρύβει
σειρά κίνηση ατέρμονη και έχω μια ιδέα έμμονη
πως θέλουν τις ψυχές μας να μασήσουν
τρέχουν έντρομοι
οσμή της καμμένης σάρκας είναι ακόμα πιο έντονη
τσακίζοντας κεφάλια μες τη μέγκενη
εξαίρεση σαφώς γι αυτό που αποκαλείται πάντα τάξη έννομη
το κρέας για τα κανόνια
λόγια αυστηρώς κατάλληλα για αρρωστημένα σαγόνια
Αλλοπρόσαλλος:
*english verse..*
ΔΠΘ:
Γενιά του δράκου, άρωμα θανάτου στην ατμόσφαιρα
από δω το πήγα από κει το ‘φερα την έκανα
ακόμα να μάθεις, σκέφτηκα βλάκα
ξεκόλλα η πιάτσα είναι μεγάλη κουτσομπόλα και το ξέρεις
τη γάμησες αν πα να μου τη φέρεις ένα δύο
με πασαπόρτα απ’ το ψυχειατρείο
βγήκα φρέσκος στο αίσχος
από τα 17 μετράω πένθος, απ’ όταν γεννήθηκα εισπνέω νέφος, αίμα φτύνω
ό,τι μ’ άφησε πίσω τ’ αφήνω, δεν ανήκω
λόγια μου στάζουν σε κάποιο τοίχο
ρωτάς τι κάνω, έσκυψα και βήχω μες το μπέρδεμα
καθημερινό παίδεμα για το έδεσμα
πιέζοντας βραχίωνα πετάγονται κορδόνια
τα μισά απ’ αυτά καμμένα πάνε χρόνια
στην γύρα με φθαρμένα παντελόνια
κανω κούτρα, κλοτσίδια μες τα μούτρα
μα δεν είναι φέρμα, είναι ο μόνος τρόπος για να γίνω φίλε
εε που το πας το κάγκελο
πιωμένος και το ραπ μου σκάει άμπαλο
καλή καβάτζα το χαμηλοκάβαλο
πρήζει το χέρι, κάθε βάρεμα άτσαλο
παιδιά των δρόμων, πτώματα εν κινήσει
έλεγχος δεν υπάρχει
σκότωσε τον δράκο πριν να σε νικήσει
και η φύση καλεί το σώμα να ξανακυλήσει
Άυλος:
Καινούργια μέρα, καρφωμένη σφαίρα, δάκρυα, λεπίδες
ματωμένες ηλιαχτίδες, ψυχολογικές παγίδες
παρωπίδες, ζω μ’ αλλόκοτες ελπίδες
τρόφιμος ακόμα σ’ ένα σώμα, εγκέφαλος μ’ ιδέες έμμονες
κομμένες φλέβες, σάπια σωθικά σε χρόνια παιδικά
βιώματα, φοβίες και εκτρώματα
σκιές που πέρναγαν απ΄ τον καθρέφτη
φωνή απ’ τη ντουλάπα, η μαριονέτα του εγγαστρίμυθου
κ ο κύριος με το ντέφι, η μορφή της που μου γνέφει
ότι αγάπησα είδα να φεύγει ξαφνικά
μ’ αντίκρισα μες στη θολούρα μόνο, να συνομιλώ με μάρμαρα
ωχρές φωτογραφίες, παγωμένες αγκαλιές κι αμφιβολίες
αμαρτίες νύχτες κρύες, μάνα κράτα με κι απόψε, κρύψε το κλειδί
μας κάλεσαν οι δαίμονες για ακόμα μια γιορτή
μη ψάχνεις αφορμή, νεκροί στρατιώτες σε μια κόκκινη αυγή
μια αναβίωση στο πράσινο κελί, φαρμακωμένοι οδηγοί
σε έναν κόσμο που δεν έχει επιστροφή, διαστροφή, παράσταση
βρεφών σφαγή κι ανάσταση, στοές αθάνατων ηρώων σκιές
περνούν κι αφήνουν σχήματα, ανάμνηση από κουρέλια, στίγματα
χαρακωμένα χέρια, αφορμές για πτήσεις στόχοι με φλεγόμενα μαχαίρια
ραντεβού στην κολλημένη μας μεριά, μαύρα κεριά
αγάπη θάνατος σε μουσική χροιά, θηλιές μικρόφωνα, κραυγές
γυάλινα μάτια στης σιωπής τα μονοπάτια
τα παιδιά της Μόρας τραγουδούν στης ερημιάς τα άψυχα παλάτια
του δράκου μια γενιά καταραμένη στης φρίκης τα μονοπάτια